καμφορά

καμφορά
Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με ζωηρό πράσινο χρώμα. Οι καρποί του προέρχονται από μικρά άνθη και είναι μικροί, ωοειδείς και ραγόμορφοι. Το κομψό δέντρο της κ. καλλιεργείται συχνά στις περιοχές της Ευρώπης με ήπιο κλίμα, για καλλωπιστικούς κυρίως σκοπούς· έχουν γίνει επίσης στις ίδιες περιοχές απόπειρες διάδοσης της καλλιέργειάς του για βιομηχανικούς σκοπούς, με σκοπό την εξαγωγή της κ. Όλα τα μέρη του φυτού χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή (μέσω απόσταξης και διαδοχικής εξάχνωσης) μιας λευκής κρυσταλλικής ουσίας, γνωστής ως καμφορά ή καμφουρά. Πρόκειται για μια ουσία στερεή και πτητική, με αποτέλεσμα να αναδίδει –ακόμα και σε συνηθισμένες θερμοκρασίες– μια χαρακτηριστική, διαπεραστική οσμή. Είναι λίγο διαλυτή στο νερό, αλλά διαλύεται πολύ εύκολα στους οργανικούς διαλύτες. Χημικά, συμπεριφέρεται όπως μια κεκορεσμένη κετόνη της σειράς των οξειδωμένων κυκλικών μονοτερπενίων. Η σύστασή της, όμως, είναι πιο σύνθετη και έχει συζητηθεί πάρα πολύ, τόσο ώστε σταθεροποιήθηκε μόνο κατά τις αρχές του 20ού αι., όταν πραγματοποιήθηκε η σύνθεση της ουσίας. Με τον καιρό, καθώς η κ. αποκτούσε σπουδαιότητα ως χημικό προϊόν στη βιομηχανία του κελλουλοΐτη και της άκαπνης πυρίτιδας (στο νιτρικό άλας της κυτταρίνης), η δυνατότητα της συνθετικής παραγωγής της αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, με κύρια άνθηση κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η συνθετική κ. διαφέρει από τη φυσική γιατί δεν είναι οπτικά ενεργή, όμως την αντικαθιστά σε όλες τις χρήσεις της. Μεγάλη δυσκολία συναντάται στον προσδιορισμό της δράσης της κ. στον ανθρώπινο οργανισμό. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι απομακρύνει τις αρνητικές επιδράσεις πολλών άλλων φαρμάκων, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι έχει μια γενική δράση. Η βιομηχανική σύνθεση της κ. πραγματοποιείται με το πινένιο, ένα από τα συστατικά του τερεβινθελαίου· το τελευταίο, με την επενέργεια αεριώδους υδροχλωρίου, παράγει τα χλωρίδια βορνεόλη και ισοβορνεόλη. Από το βορνυλοχλωρίδιο και μέσω αποχλωρίωσης παράγεται το καμφένιο, το οποίο οξειδώνεται προς κ. (Ιατρ.) Γνωστή στη φαρμακολογία για τις αντισηπτικές, αντιπαρασιτικές και επισπαστικές ιδιότητές της, η κ. χρησιμοποιείται στην ιατρική κυρίως για τη διεγερτική της δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ιδιαίτερα στα αναπνευστικά και αγγειοκινητικά κέντρα) και στην καρδιακή λειτουργία, όταν παρατηρείται εξασθένηση εξαιτίας κόπωσης ή δηλητηρίασης. Ως αναληπτικό χρησιμοποιείται συνήθως το ελαιώδες διάλυμα που χορηγείται ενδομυϊκά, ενώ ως επισπαστικό του δέρματος χρησιμοποιείται με τη μορφή καμφορούχου οινοπνεύματος ή καμφορούχου ελαίου. Πολύ συχνά χρησιμοποιούνται ως αναληπτικά τα υδατοδιαλυτά άλατα της κ., όπως είναι τα καμφοροανθρακικά και τα καμφοροσουλφονικά. Άνθη και καρπός καμφοράς. Ένα καταπράσινο δέντρο καμφοράς.
* * *
και καφουρά και καμφουρά και κάμφορα, ἡ (Μ καμφορά και κάμφουρα)
1. άχρωμη και ημιδιαφανής χημική ουσία με χαρακτηριστική αρωματική οσμή, που παράγεται από το καμφορόδεντρο και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή φαρμάκων, καθώς και για την παρασκευή άκαπνης πυρίτιδας, για τη συντήρηση μάλλινων υφασμάτων κ.λπ.
2. βοτ. το καμφορόδενδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. canfora < μσν. λατ. camphora < αραβ. kafur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμφορά — καμφορά, η και κάμφορα, η χημική ουσία που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, καθώς και για τη συντήρηση των μάλλινων υφασμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμφορικός — ή, ό [καμφορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμφορά 2. αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορικά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • καμφορόδενδρο — το κοινή ονομασία τών δένδρων από το ξύλο τών οποίων εξάγεται με απόσταξη η καμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμφορά + δενδρο (< δένδρο), πρβλ. αρτό δενδρο, μαστιχό δενδρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. camphrier] …   Dictionary of Greek

  • κινάμωμο — (Cinnamomum). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των λαουριδών ή δαφνιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει περίπου 50 δενδρώδη και θαμνώδη αρωματικά είδη, τα οποία φυτρώνουν κυρίως στις θερμές περιοχές της Ασίας. Σημαντικότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • λαουρίδες — (lauridae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών, της τάξης των λαουρωδών. Oι ιστοί του φλοιού και των φύλλων των λ. περιέχουν πολυάριθμα κύτταρα, με αιθέρια έλαια και σπανιότερα με κομμεορητίνες. Έχουν εναλλασσόμενα φύλλα, συνήθως δερματώδη… …   Dictionary of Greek

  • ατμοποίηση — Η μετάβαση ενός σώματος από τη συμπυκνωμένη φάση (υγρό ή στερεό) στην αέρια φάση (μεταβολή φάσης πρώτου είδους). Λέγεται και εξαέρωση. Α. ενός υγρού παρατηρείται σε όλες τις θερμοκρασίες (παρ’ όλα αυτά η γλυκερίνη, το θειικό οξύ και ο υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • εξάχνωση — Η άμεση μετάβαση μιας ουσίας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια. Η ε. είναι χαρακτηριστική για μερικές στερεές ουσίες, όπως η καμφορά, η ναφθαλίνη, το θείο, το ιώδιο. Αντίθετα, όταν οι ατμοί αυτών των ουσιών έρθουν σε επαφή με ψυχρά τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • καμφορέλαιο — και κα(μ)φουρόλαδο, το το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από το καμφορόδενδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμφορά + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • καμφορούχος — ο (φαρμ.) αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορούχος αλκοόλη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”